Η GlaxoSmithKline plc (GSK) είναι βρετανική πολυεθνική φαρμακευτική εταιρεία με έδρα το Μπρέντφορντ της Αγγλίας.[1] Ιδρύθηκε το 2000 με τη συγχώνευση των Glaxo Wellcome και SmithKline Beecham. Η GSK ήταν η έκτη μεγαλύτερη φαρμακευτική εταιρεία στον κόσμο σύμφωνα με στοιχεία του Φορμπς για το 2019, μετά την Pfizer, τη Novartis, τη Roche, την Sanofi και τη Merck & Co. [2] [3] Η GSK είναι η δέκατη μεγαλύτερη φαρμακευτική εταιρεία και η 296η μεγαλύτερη εταιρεία σύμφωνα με το Fortune Global 500, κατατασόμενη πίσω από άλλες φαρμακευτικές εταιρείες, συμπεριλαμβανομένων των China Resources, Johnson & Johnson, Roche, Sinopharm, Pfizer, Novartis, Bayer, Merck και Sanofi. [4]
Η εταιρεία είναι εισηγμένη στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου και είναι συστατικό του Δείκτη FTSE 100. Τον Αύγουστο του 2016 είχε κεφαλαιοποίηση αγοράς ύψους 81 δισεκατομμυρίων λιρών (περίπου 95 δισεκατομμυρίων ευρώ), όντας η τέταρτη μεγαλύτερη εισηγμένη εταιρεία του Χρηματιστηρίου του Λονδίνου ανά κεφαλαιοποίηση αγοράς.[5] Είναι εισηγμένη και στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης.
Η εταιρεία ανέπτυξε το πρώτο εμβόλιο κατά της ελονοσίας, το RTS, S το οποίο εγκρίθηκε στην Ευρώπη τον Ιούλιο του 2015.[6] Διάφορα προϊόντα που έχουν αναπτυχθεί στα εργαστήρια της GSK περιλαμβάνονται στον κατάλογο βασικών φαρμάκων του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, όπως είναι η αμοξικιλλίνη, η μερκαπτοπουρίνη, η πυριμεθαμίνη και η ζιδοβουδίνη. [7]
Το 2012, η GSK ομολόγησε την ενοχή της για τα αδικήματα της προώθησης φαρμάκων για μη εγκεκριμένες χρήσεις, της παράλειψης αναφοράς δεδομένων ασφαλείας και της καταβολής μίζας σε γιατρούς στις Ηνωμένες Πολιτείες. Συμφωνήθηκε να καταβληθεί ένας διακανονισμός 3 διεκατομμυρίων δολαρίων από την εταιρεία. Ήταν η μεγαλύτερη περίπτωση απάτης στον τομέα της υγείας στις ΗΠΑ και ο μεγαλύτερος διακανονισμός από μια φαρμακευτική εταιρεία.[8]